μηχανοκάικο

μηχανοκάικο
το
ψαρόβαρκα που φέρει ειδική αντλία μέσω τής οποίας εφοδιάζεται με αέρα το σκάφανδρο τού δύτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + καΐκι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… …   Dictionary of Greek

  • σπογγαλιευτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σπογγαλιεία («σπογγαλιευτικό επάγγελμα») 2. το ουδ. ως ουσ. το σπογγαλιευτικό ναυτ. ειδικά διαμορφωμένο και εξοπλισμένο πλοίο που είναι προορισμένο για την αλιεία τών σπόγγων και χαρακτηρίζεται,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”